- ἐλέφας
- слон
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἐλέφας — ἐλέφᾱς , ἐλέφας elephant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλέφας μῦν οὐκ ἀλεγίζει. — (ἁλίσκει). См. Не гоняется слон за мышью … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ελέφας — Βλ. λ. ελέφαντας. * * * ο βλ. ελέφαντας … Dictionary of Greek
ελέφας — ο γεν. ελέφα, βλ. ελέφαντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐλέφας μῦν οὐ διώκει. — См. Не гоняется слон за мышью … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
θαλάσσιος ελέφας — Βλ. λ. ελέφαντας, θαλάσσιος … Dictionary of Greek
ἐλεφάντων — ἐλέφας elephant masc gen pl ἐλεφαντόω inlay with ivory imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐλεφαντόω inlay with ivory imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλέφαντα — ἐλέφας elephant masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλέφαντας — ἐλέφας elephant masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλέφαντες — ἐλέφας elephant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλέφαντι — ἐλέφας elephant masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)